κουκκιδίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουκκιδίτσα | οι | κουκκιδίτσες |
γενική | της | κουκκιδίτσας | — | |
αιτιατική | την | κουκκιδίτσα | τις | κουκκιδίτσες |
κλητική | κουκκιδίτσα | κουκκιδίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουκκιδίτσα θηλυκό
- μικρή κουκκίδα