κουμκανατζού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουμκανατζού < κουμκανατζ(ής) + -ού (-τζού)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουμκανατζού θηλυκό (αρσενικό κουμκανατζής)
- (οικείο) αυτή που (συστηματικά) παίζει κουμκάν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουμκανατζού
|