κουμούλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κουμούλ | κουμούλεα |
γενική | κουμουλί | κουμουλίων |
αιτιατική | κουμούλ | κουμούλεα |
κλητική | κουμούλ | κουμούλεα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουμούλ ουδέτερο
- η στοίβα, ο σωρός
- εμπροστά τ' έστεκανε ένα κουμούλ καρτόφεα - μπροστά του βρισκόταν ένας σωρός πατάτες