κουτόλογα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κουτόλογα | ||
γενική | των | κουτόλογων | ||
αιτιατική | τα | κουτόλογα | ||
κλητική | κουτόλογα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουτόλογα < → δείτε τις λέξεις κουτά και λόγια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουτόλογα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό, ιδίως της Κέρκυρας) ανόητα λόγια, που δεν στέκουν· ασυναρτησίες, κουταμάρες, χαζομάρες
- ※ —Έχομε ακουστά πως εύρηκε θησαυρόν, εκεί πέρα στο Γαρδίκι, εις το παλιόκαστρο […]. —Κουτόλογα του κόσμου –εξακολούθησε ο Χαράλαμπος
- Ιάκωβος Πολυλάς, «Η συγχώρεσις», περ. Εστία, έτ. ΙΖ΄, τχ. 17 (1892), σ. 262. Στην Ψηφιακή Συλλογή Πλειάς της Βιβλιοθήκης & Κέντρου Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Πατρών· πρόσβαση: 2021-08-09.
- ※ —Έχομε ακουστά πως εύρηκε θησαυρόν, εκεί πέρα στο Γαρδίκι, εις το παλιόκαστρο […]. —Κουτόλογα του κόσμου –εξακολούθησε ο Χαράλαμπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουτόλογα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)