κρανιοτομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρανιοτομή οι κρανιοτομές
      γενική της κρανιοτομής των κρανιοτομών
    αιτιατική την κρανιοτομή τις κρανιοτομές
     κλητική κρανιοτομή κρανιοτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρανιοτομή < κρανίο + -τομή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾa.ni.o.toˈmi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρανιοτομή θηλυκό

  • η χειρουργική επέμβαση που περιλαμβάνει διάνοιξη του κρανίου
    είχε έναν όγκο στον εγκέφαλο και έπρεπε να του κάνουν κρανιοτομή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]