κρατουμένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρατουμένη | οι | κρατούμενες |
γενική | της | κρατουμένης | των | κρατουμένων |
αιτιατική | την | κρατουμένη | τις | κρατούμενες |
κλητική | κρατουμένη | κρατούμενες | ||
Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής στο κρατούμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρατουμένη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρατουμένη, θηλυκό του κρατούμενος, μετοχή του συνηρημένου ρήματος μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος κρατῶ [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρατουμένη θηλυκό
- θηλυκό του κρατούμενος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρατουμένη
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κρατουμένη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
κρατουμένη
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κρατούμενος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κατηγορουμένη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι μετοχών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)