κόφτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόφτω < αρχαία ελληνική κόπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
κόφτω
- κόβω· το ρήμα χρησιμοποιείται κυρίως σε καθημερινές / λαϊκές εκφράσεις και σε τρίτο πρόσωπο, με την έννοια του νοιάζει, απασχολεί, ενδιαφέρει
- Τι με κόφτει εμένα, τι κάνει ο γείτονας;
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δε με κόφτει: δε με απασχολεί, δε με ενδιαφέρει
- τι σε κόφτει;
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόφτω
|