λεημοσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεημοσύνη οι λεημοσύνες
      γενική της λεημοσύνης των λεημοσυνών
    αιτιατική τη λεημοσύνη τις λεημοσύνες
     κλητική λεημοσύνη λεημοσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεημοσύνη < ελεημοσύνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεημοσύνη θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) ελεημοσύνη
    Λεημοσύνη γυρεύει ο άνθρωπος. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]