λιβανομαντεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιβανομαντεία θηλυκό
- προσπάθεια πρόβλεψης του μέλλοντος βασιζόμενη στην καύση του λιβανιού, την έντασή της, την κατεύθυνση του καπνού και άλλων χαρακτηριστικών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιβανομαντεία