λιγνίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιγνίνη | οι | λιγνίνες |
γενική | της | λιγνίνης | των | λιγνινών |
αιτιατική | τη | λιγνίνη | τις | λιγνίνες |
κλητική | λιγνίνη | λιγνίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιγνίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lignin < λατινική lignum < πρωτοϊταλική *legnom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leǵ-no-m (κάτι που συλλέγεται) < *leǵ-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιγνίνη θηλυκό
- (χημεία, βοτανική) πολύπλοκη φυσική ένωση που εντάσσεται στην κατηγορία των οργανικών πολυμερών και βρίσκεται σε όλα τα φυτά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λιγνοποίηση
- → δείτε τη λέξη λιγνίτης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- λιγνίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)