λινού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Λινού, ληνού, Λίνου

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λινού οι λινούδες
      γενική της λινούς των λινούδων
    αιτιατική τη λινού τις λινούδες
     κλητική λινού λινούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λινού < αρχαία ελληνική ληνός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λινού θηλυκό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • οι λινούδες κατασκευάζονται είτε στις αυλές των σπιτιών, υπαίθρια, είτε μέσα σε στάνες ή μιτάτους
  • η σωστή γραφή είναι με η (Βάκχος ο Ληναίος), ωστόσο επικράτησε με ι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

λινού αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού του λινός
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (λινό) του λινός