λοβεκτομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λοβεκτομή οι λοβεκτομές
      γενική της λοβεκτομής των λοβεκτομών
    αιτιατική τη λοβεκτομή τις λοβεκτομές
     κλητική λοβεκτομή λοβεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λοβεκτομή < λοβ(ος) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λοβεκτομή θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση λοβού των πνευμόνων σε περίπτωση καρκίνου του πνεύμονα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]