λογοθεραπεύτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογοθεραπεύτρια < λογοθεραπευτής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογοθεραπεύτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του λογοθεραπευτής