μανιφατούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανιφατούρα οι μανιφατούρες
      γενική της μανιφατούρας
    αιτιατική τη μανιφατούρα τις μανιφατούρες
     κλητική μανιφατούρα μανιφατούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανιφατούρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανιφατούρα θηλυκό

  1. μονάδα παραγωγής αγαθών, ιδίως υφασμάτων με μορφή οικοτεχνίας ή βιοτεχνίας
  2. χειρονακτικό βιοτεχνικό προϊόν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]