μανιφατούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανιφατούρα | οι | μανιφατούρες |
γενική | της | μανιφατούρας | — | |
αιτιατική | τη | μανιφατούρα | τις | μανιφατούρες |
κλητική | μανιφατούρα | μανιφατούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανιφατούρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανιφατούρα θηλυκό
- μονάδα παραγωγής αγαθών, ιδίως υφασμάτων με μορφή οικοτεχνίας ή βιοτεχνίας
- χειρονακτικό βιοτεχνικό προϊόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μανιφατούρα
|