μαρινάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαρινάτα | οι | μαρινάτες |
γενική | της | μαρινάτας | — | |
αιτιατική | τη | μαρινάτα | τις | μαρινάτες |
κλητική | μαρινάτα | μαρινάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρινάτα < ίσως από την ιταλική marinata
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρινάτα θηλυκό
- σάλτσα για τη συντήρηση αλλά και τον αρωματισμό κρεατικών και ψαριών -συνήθως έχει τομάτα, ξύδι, σκόρδο και αλεύρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρινάτα
|