μαστοειδίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαστοειδίτιδα < μαστοειδής (απόφυση) + -ίτιδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαστοειδίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή των αεροφόρων κυψελών της μαστοειδούς απόφυσης, του τμήματος του κρανίου πίσω από το αυτί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαστοειδίτιδα
|