μαστοπηξία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστοπηξία οι μαστοπηξίες
      γενική της μαστοπηξίας των μαστοπηξιών
    αιτιατική τη μαστοπηξία τις μαστοπηξίες
     κλητική μαστοπηξία μαστοπηξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστοπηξία < μαστο- (< μαστός) + -πηξία < (πήγνυμι).

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαστοπηξία θηλυκό

  • Χειρουργική επέμβαση για την ανόρθωση και τον ανασχηματισμό του γυναικείου στήθους.
Δυστυχώς, η μαστοπηξία αφήνει μόνιμες ουλές.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]