μαστοπηξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαστοπηξία θηλυκό
- Χειρουργική επέμβαση για την ανόρθωση και τον ανασχηματισμό του γυναικείου στήθους.
- Δυστυχώς, η μαστοπηξία αφήνει μόνιμες ουλές.