μεγαλοβδομάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλοβδομάδα < μεσαιωνική ελληνική μεγαλοβδομάδα < Μεγάλη Εβδομάδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλοβδομάδα θηλυκό
- (οικείο) (θρησκεία) η Μεγάλη Εβδομάδα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλοβδομάδα
→ δείτε τη λέξη Μεγάλη Εβδομάδα |