μεληδόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεληδόν < μεσαιωνική ελληνική μεληδόν < μέλος + -ηδόν
Επίρρημα[επεξεργασία]
μεληδόν (παρωχημένο)
- κομματιαστά, κατά μέλη, κομμάτι-κομμάτι
- Τοῦτον μὲν οὖν παραυτίκα μεληδὸν κατακόψαντες, τῷ θανάτῳ παρέπεμψαν (Ιωάννης Δαμασκηνός, Υπόμνημα του Αγίου και Ενδόξου Αρτεμίου, 96, 1317)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεληδόν
|