μελλούμενα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μελλούμενα
      γενική των μελλούμενων
    αιτιατική τα μελλούμενα
     κλητική μελλούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελλούμενα, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής μελλούμενος στον πληθυντικό < μέλλει

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μελλούμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • αυτά που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]