μετανάλυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετανάλυση | οι | μεταναλύσεις |
γενική | της | μετανάλυσης* | των | μεταναλύσεων |
αιτιατική | τη | μετανάλυση | τις | μεταναλύσεις |
κλητική | μετανάλυση | μεταναλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταναλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετανάλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική meta-analysis < αρχαία ελληνική μετά + ἀνάλυσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετανάλυση θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Meta-analysis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετανάλυση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)