μετατροφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετατροφία θηλυκό
- (ιατρική) η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών για θεραπευτικούς λόγους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετατροφία
|