μετεωρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετεωρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετεωρίζω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.te.oˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τε‐ω‐ρί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μετεωρίζω, αόρ.: μετεώρισα, παθ.φωνή: μετεωρίζομαι, π.αόρ.: μετεωρίστηκα/μετεωρίσθηκα, μτχ.π.π.: μετεωρισμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετεωρίζω < μετέωρ(ος) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μετεωρίζω

  1. θέτω ένα αντικείμενο σε μεγάλο ύψος
  2. (μεταφορικά) δίνω ψεύτικες ελπίδες

Κλίση[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]