μηνύτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηνύτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη μηνυτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηνύτρια
μηνύτρια θηλυκό