μικροβιομετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροβιομετρία < μικρο- + βιομετρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροβιομετρία θηλυκό
- η μέτρηση των διαστάσεων ενός μικροβίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροβιομετρία
|