μικρορρύθμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικρορρύθμιση | οι | μικρορρυθμίσεις |
γενική | της | μικρορρύθμισης | των | μικρορρυθμίσεων |
αιτιατική | τη | μικρορρύθμιση | τις | μικρορρυθμίσεις |
κλητική | μικρορρύθμιση | μικρορρυθμίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
PAGENAME θηλυκό
- μικρή διόρθωση ή προσαρμογή
- μικροδιευθέτηση, επίλυση και διαχείρισης μικρού προβλήματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρορρύθμιση
|