μουρλαίγκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μουρλαίγκω | οι | μουρλαίγκες |
γενική | της | μουρλαίγκως | των | μουρλαίγκων |
αιτιατική | τη | μουρλαίγκω | τις | μουρλαίγκες |
κλητική | μουρλαίγκω | μουρλαίγκες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουρλαίγκω < μουρλαίν(ω) + -κω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /muɾˈleŋ.ɡo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουρλαίγκω θηλυκό
- μη απλοποιημένη γραφή ου μουρλέγκω