μούντζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούντζα οι μούντζες
      γενική της μούντζας των μουντζών
    αιτιατική τη μούντζα τις μούντζες
     κλητική μούντζα μούντζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μούντζα < μουντζούρα από την συνήθεια που είχαν στο Βυζάντιο να μουντζουρώνουν με την βαμμένη με κάρβουνο παλάμη τους, το πρόσωπο ανθρώπων που είχαν υποπέσει σε ολισθήματα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μούντζα θηλυκό

  • Απρεπής και υβριστική χειρονομία με ένα ή δύο χέρια μαζί όπου δείχνεται σε κάποιον το εσωτερικό μέρος της παλάμης με όλα τα δάκτυλα ανοιγμένα, τεντωμένα και σε απόσταση μεταξύ τους.

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]