μπατανόβουρτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπατανόβουρτσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπατανόβουρτσα θηλυκό
- στρογγυλό και σχετικά χοντρό είδος πινέλου που χρησιμοποιείται κυρίως για βάψιμο μεγάλων επιφανειών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπατανόβουρτσα
|