μπροστινέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπροστινέλα | οι | μπροστινέλες |
γενική | της | μπροστινέλας | — | |
αιτιατική | την | μπροστινέλα | τις | μπροστινέλες |
κλητική | μπροστινέλα | μπροστινέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπροστινέλα < μπροστινός + -έλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπροστινέλα θηλυκό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) το μπροστινό τμήμα του ζευκτήρα, που συμβάλλει στην έλξη ή συγκρατεί τη σέλα ή το σαμάρι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπροστινέλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έλα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)