μυελοπάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυελοπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) πάθηση του νωτιαίου μυελού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυελοπάθεια
|