νεοεμπρεσιονίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοεμπρεσιονίστρια < νεοεμπρεσιονιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεοεμπρεσιονίστρια θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοεμπρεσιονίστρια
|