νησιωτοπούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νησιωτοπούλα | οι | νησιωτοπούλες |
γενική | της | νησιωτοπούλας | — | |
αιτιατική | τη | νησιωτοπούλα | τις | νησιωτοπούλες |
κλητική | νησιωτοπούλα | νησιωτοπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νησιωτοπούλα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νησιωτοπούλα
|