νιζατιδίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νιζατιδίνη < λατινική nizatidine κατά ΔΚΟ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νιζατιδίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) φάρμακο επί παθήσεων του πεπτικού συστήματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νιζατιδίνη
|