νοιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοιάζομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική εννοιάζομαι < αρχαία ελληνική ἔννοια + -άζομαι < ἐν + νόος / νοῦς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɲa.zo.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

νοιάζομαι, π.αόρ.: νοιάστηκα, μτχ.π.π.: νοιασμένος, ενεργητικό τριτοπρόσωπο νοιάζει

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]