νυμφεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νυμφεύω < αρχαία ελληνική νυμφεύω < νύμφη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /nimˈfe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νυμ‐φεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

νυμφεύω (παθητική φωνή: νυμφεύομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη νύφη

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]