ξεμυαλίστρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξεμυαλίστρα οι ξεμυαλίστρες
      γενική της ξεμυαλίστρας
    αιτιατική την ξεμυαλίστρα τις ξεμυαλίστρες
     κλητική ξεμυαλίστρα ξεμυαλίστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεμυαλίστρα < ξεμυαλιστής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξεμυαλίστρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη ξεμυαλιστής

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]