ξεμυαλίστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξεμυαλίστρα | οι | ξεμυαλίστρες |
γενική | της | ξεμυαλίστρας | — | |
αιτιατική | την | ξεμυαλίστρα | τις | ξεμυαλίστρες |
κλητική | ξεμυαλίστρα | ξεμυαλίστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεμυαλίστρα < ξεμυαλιστής + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεμυαλίστρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ξεμυαλιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεμυαλίστρα
|