ξωτάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξωτάρα | οι | ξωτάρες |
γενική | της | ξωτάρας | — | |
αιτιατική | την | ξωτάρα | τις | ξωτάρες |
κλητική | ξωτάρα | ξωτάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξωτάρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξωτάρα θηλυκό
- θηλυκό του ξωτάρης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξωτάρα
|