ογκεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ογκεκτομή < ογκ(ος) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ογκεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση όγκου από το στήθος, χωρίς να αφαιρεθεί όλο το στήθος (χωρίς να γίνει μαστεκτομή)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ογκεκτομή
|