οδοντορραγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οδοντορραγία θηλυκό
- απώλεια αίματος (αιμορραγία) από τα φατνία των δοντιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οδοντορραγία
|