ολοπάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολοπάθεια θηλυκό
- (παρωχημένο, ιατρική) πάθηση που προσβάλει το σύνολο του οργανισμού
- (γραμματική) το χαρακτηριστικό των λέξεων που είναι ολοπαθείς, για παράδειγμα αυτών που παθαίνουν δηλαδή συναίρεση σε όλες τις πτώσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολοπάθεια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ολο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πάθεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)