ομοιοθερμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοιοθερμία θηλυκό
- (βιολογία) το φαινόμενο που παρατηρείται στα ομοιόθερμα ζώα, δηλαδή η διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματός τους σε περιορισμένα στενά όρια (π.χ. στους ανθρώπους 35-40 C και φυσιολογικά 36-37 C), παρά τις σημαντικές μεταβολές στη θερμοκρασία του περιβάλλοντός τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοιοθερμία
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ομοιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θερμία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)