ονυχίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ονυχίαση | οι | ονυχιάσεις |
γενική | της | ονυχίασης* | των | ονυχιάσεων |
αιτιατική | την | ονυχίαση | τις | ονυχιάσεις |
κλητική | ονυχίαση | ονυχιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ονυχιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ονυχίαση < ονυχία + -ση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική onychia < αρχαία ελληνική ὄνυξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ονυχίαση θηλυκό
- άλλη μορφή του ονυχία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη νύχι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ονυχίαση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)