οπορτουνίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπορτουνίστρια < οπορτουνιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπορτουνίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη οπορτουνιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπορτουνίστρια