οπωροπώλισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπωροπώλισσα < οπωροπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπωροπώλισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη οπωροπώλης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπωροπώλισσα
|