οροθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οροθεραπεία θηλυκό
- χρήση ορού / ορών για προληπτικούς ή θεραπευτικούς λόγους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οροθεραπεία
|