ορχεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορχεκτομή < ορχ(εως) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορχεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση όρχεως (η οποία εφαρμόζεται σε περίπτωση καρκίνου του όρχεος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορχεκτομή
|