οσχεοκήλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οσχεοκήλη οι οσχεοκήλες
      γενική της οσχεοκήλης
    αιτιατική την οσχεοκήλη τις οσχεοκήλες
     κλητική οσχεοκήλη οσχεοκήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οσχεοκήλη < όσχεο + -ο- + κήλη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οσχεοκήλη θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]