πανεριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πανεριά | οι | πανεριές |
γενική | της | πανεριάς | των | πανεριών |
αιτιατική | την | πανεριά | τις | πανεριές |
κλητική | πανεριά | πανεριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανεριά θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πανέρι