παραγγελιοληψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραγγελιοληψία < παραγγελία + -ο- + -ληψία (< λαμβάνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραγγελιοληψία θηλυκό
- η παραλαβή μιας παραγγελίας προς διεκπεραίωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραγγελιοληψία
|